
Εικόνα: "Το εισιτήριο", ταινία μικρού μήκους σε σκηνοθεσία Χάρη Σταθόπουλου ()
Υπάρχουν στίχοι που αποδίδονται σε εικόνες είτε κυριολεκτικά είτε με μια αλλιώτικη απόδοση, παράλληλη χρονικά, αλλά στην ουσία νοηματικά στέρεη. Έτσι λοιπόν ένα τραγούδι των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, όπου η απεικόνιση μιας καθημερινότητας ενός απλού ανθρώπου φαντάζει σιωπηλά θλιμμένη και εφιαλτική για όσα εκείνος, ανήμπορος να αντιδράσει, βλέπει να συμβαίνουν ή να ακολουθούν γύρω του, έρχεται να επιβεβαιώσει το ίδιο εφιαλτικά την Ελλάδα της κρίσης.
Εμείς με τη σειρά μας επιλέξαμε μέσα από ένα ακόμη κολλάζ να δώσουμε στους στίχους του τότε, την εικόνα του σήμερα. Την εικόνα αυτή την πήραμε από μία ταινία μικρού μήκους, «Το Εισιτήριο». Βασισμένη πάνω στην ιστορία ενός εισιτηρίου του ΗΣΑΠ και μαζί στο «δράμα» των ανθρώπων που το χρησιμοποιούν. Η ιδέα έχει να κάνει με το ότι το εισιτήριο έχει ισχύ για κάποιο ορισμένο χρονικό διάστημα και έτσι από χέρι σε χέρι δίνει ο πρώτος την ευκαιρία στους επόμενους να το χρησιμοποιήσουν.
Έτσι εκεί που στην αρχή μετρούνται οι ώρες, «ήταν πέντε , ήταν έξι», εμείς μετράμε αντί για ώρες ανθρώπους που περιφέρονται σαν σκιές. Και στο μέτρημα των ωρών και των σκιών, όπου ο ανήμπορος του τότε «κλαίει για τη ζωή του και το για γραφτό», γίνεται στις μέρες μας ο ανήμπορος (μια γυναίκα, στην εικόνα που επιλέξαμε για το σήμερα) που κλαίει «διακριτικά» για τη ζωή της που δεν μπορεί να βρει προοπτική, για παράδειγμα με το να τα καταφέρει να βρει μια δουλειά. Και το «όνειρο» του τότε για «ρετιρέ στη Κηφισιά» γίνεται ένα διαρκές πήγαινε-έλα πάνω στις ράγες του ηλεκτρικού, όπου προορισμός δεν είναι ένα ακριβό προάστιο, αλλά η διαιώνιση ενός καθημερινού φαύλου κύκλου.
Εκεί που «μια γειτόνισσα απλώνει ρούχα καθαρά» εμείς βλέπουμε σε εκείνη την ξεπεσμένη μεσήλικη νοικοκυρά που βλέπει έναν μετανάστη για λεκέ την ώρα όπου και οι δυο χρησιμοποιούν τον ΗΣΑΠ και αναμένει να αδειάσει ένα κάθισμα για να καθίσει δίπλα σε έναν «καθαρό άνθρωπο, αποφεύγοντας έτσι τον «λεκέ».
Εκεί που «τα λουλούδια είναι πλαστικά» βλέπουμε νέους όπου φαντάζουν τα όνειρά τους να καίγονται μέσα σε ένα βαλτωμένο παρόν, όπως καίγεται ένα πρόχειρα φτιαγμένο «στριφτό». Και για «χαρτάκι», ένα εισιτήριο χωρίς αντίκρισμα. Σαν τις προοπτικές τους δηλαδή.
Εκεί που ο ανήμπορος θλιμμένος του τότε «διαβάζει για φόνους, για φασαρίες στην Ασία και την κοσμική» εμείς βλέπουμε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων του τώρα να εκτυλίσσονται μπροστά μας, σε μια σκηνή με πολλές πράξεις, σε ένα υπόγειο σταθμό στην Αθήνα.
Και εκεί που «το ρολόι σταμάτησε εδώ» σταμάτησε η ζωή ενός «Γιάννη Αγιάννη» του σήμερα από «Ιαβέρηδες» με ή χωρίς στολή. Κι όλα αυτά γι’ αυτό το χαρτί, χωρίς αξία, που από χέρι σε χέρι έδινε την ευκαιρία για μια μετακίνηση και κατέληξε να γίνει εισιτήριο για έναν κόσμο όπου τα ρολόγια σταματούν οριστικά.
Και σαν αποχαιρετισμό για το κατευόδιο του σύγχρονου «φτωχοδιάβολου», ένα ζευγάρι νέων που δεν κοιτάζουν το τοπίο για να ονειρευτούν, αλλά για να χαθούν, ζωγραφίζοντας μηδενικά, καπνίζοντας το …μοιραίο εισιτήριο.